κάνω τα εγκαίνια
1εγκαινιάζω — εγκαινίασα, εγκαινιάστηκα, εγκαινιασμένος, μτβ. 1. κάνω τα εγκαίνια. 2. μτφ., μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά: Εγκαινίασε νέα τακτική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)