κάνω γνωριμία

  • 1προσφθείρομαι — Α 1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.) 2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.) 3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρω μολύνω, μιαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 2γνωρίζομαι — γνωρίζομαι, γνωρίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: γνωρίζομαι : στην παθητική φωνή το ρήμα απαντάται με την έννοια → κάνω τη γνωριμία (γνωρίζομαι με κάποιον) ή με αλληλοπαθητική αξία (γνωριζόμαστε, δηλ. → ξέρει ο ένας τον άλλο) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής