θοῖναι
1θοινᾶι — θοινᾷ , θοινάω feast on pres subj mp 2nd sg θοινᾷ , θοινάω feast on pres ind mp 2nd sg (epic) θοινᾷ , θοινάω feast on pres subj act 3rd sg θοινᾷ , θοινάω feast on pres ind act 3rd sg (epic) θοινᾷ , θοινάζω fut ind mid 2nd sg (epic) θοινᾷ ,… …
2θοῖναι — θοίνη meal fem nom/voc pl …
3βουφόνος — βουφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία 2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια 3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού …