η υποχώρηση

  • 91Αζάζιο — Βυζαντινό φρούριο στη Συρία. Για την κατοχή και τον έλεγχό του έγιναν σημαντικές μάχες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Το φρούριο κυριεύτηκε από τους Άραβες στην πρώτη κατακτητική εξόρμησή τους τον 7ο αι. Κυριεύτηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο… …

    Dictionary of Greek

  • 92Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …

    Dictionary of Greek

  • 93Αλαμέιν — (Al Alamein). Τοποθεσία και πολύ μικρός οικισμός στη βόρεια Αίγυπτο, 104 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας. Λέγεται και ελ Α. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η 8η βρετανική στρατιά, με διοικητή τον στρατηγό Μπ. Μοντγκόμερι,… …

    Dictionary of Greek

  • 94Αλβαράντο, Πέντρο ντε- — (Pedro de Alvarado, 1486 – 1541). Ισπανός εξερευνητής και κατακτητής. Πήρε μέρος στην κατάκτηση και την εξερεύνηση της Κούβας (1511), του Γιουκατάν (1518), του Μεξικού (1519), της Γουατεμάλας (1523) και του Σαλβαντόρ (1523). Το 1520, χάρη στην… …

    Dictionary of Greek

  • 95αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 96Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek

  • 97Αναστασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από την Ηλεία. Έλαβε μέρος και διακρίθηκε στην πολιορκία της Πάτρας κατά την οποία στρατολόγησε πολλούς αγωνιστές από τη Δίβρη (Κρινόφυτο). Για τη δράση του αυτή ονομάστηκε χιλίαρχος. Πέθανε το …

    Dictionary of Greek

  • 98Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …

    Dictionary of Greek

  • 99Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 100Αούστερλιτς — (Austerlitz). Γερμανική ονομασία της κωμόπολης Σλάφκοφ στην επαρχία Μοραβίας της Τσεχίας, κέντρου αγροτικής περιοχής. μάχη του Α. Αποφασιστική φάση του πολέμου μεταξύ των ενωμένων αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα Α’, που… …

    Dictionary of Greek