η υποχώρηση

  • 71ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 72πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 73παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… …

    Dictionary of Greek

  • 74σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… …

    Dictionary of Greek

  • 75συμβιβαστικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού 2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …

    Dictionary of Greek

  • 76συνένδοσις — όσεως, ἡ, Α [συνενδίδωμι] (για μαλακό πράγμα) υποχώρηση («τὴν συνένδοσιν τῆς στρωμνῆς», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 77σύμπτυξη — η / σύμπτυξις, ύξεως, ΝΜΑ [συμπτύσσω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη τής παράταξης» β. «η σύμπτυξη τού μετώπου» γ. «η σύμπτυξη τού κεφαλαίου») 2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση …

    Dictionary of Greek

  • 78σύνειξις — είξεως, ἡ, Α [συνείκω (Ι)] υποχώρηση …

    Dictionary of Greek

  • 79τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 80υπένδοσις — όσεως, ἡ, ΜΑ [ὑπενδίδωμι] υποχώρηση …

    Dictionary of Greek