η υποχώρηση

  • 31αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 32αναφυγή — ἀναφυγή, η (Α) 1. διαφυγή 2. υποχώρηση …

    Dictionary of Greek

  • 33αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …

    Dictionary of Greek

  • 34αναχώρηση — η (AM ἀναχώρησις) η ενέργεια του αναχωρώ (αρχ. μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα 2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο …

    Dictionary of Greek

  • 35ανθυποχώρησις — ἀνθυποχώρησις, η (Α) αμοιβαία υποχώρηση …

    Dictionary of Greek

  • 36ανθύπειξις — ἀνθύπειξις ( εως) (Α) η [ανθυπείκω] αμοιβαία υποχώρηση …

    Dictionary of Greek

  • 37ανταναχωρώ — ἀνταναχωρῶ ( έω) (Α) κάνω αμοιβαία υποχώρηση …

    Dictionary of Greek

  • 38αντιπαραχώρηση — η (AM ἀντιπαραχώρησις) παραχώρηση η οποία γίνεται σε ανταπόκριση άλλης παραχώρησης μσν. αμοιβαία παραχώρηση αρχ. υποχώρηση σε αντίθετη επίδραση …

    Dictionary of Greek

  • 39αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …

    Dictionary of Greek

  • 40απίδρομος — ο κ. δρομή, η υποχώρηση για να πάρει κανείς φόρα, για να ορμήσει πιο δυνατά (η λ. στον Βαλαωρίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. επίδρομος < επιδραμείν] …

    Dictionary of Greek