η υποχώρηση

  • 101Απλάκης, Ιωάννης — (; – 813 μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Υπήρξε, μαζί με τον Λέοντα Βάρδα, ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ (812 813). Πήρε μέρος στη μάχη της Αδριανούπολης (22 Ιουνίου 813) εναντίον των επιδρομέων Βουλγάρων που …

    Dictionary of Greek

  • 102Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …

    Dictionary of Greek

  • 104Βαγρατιόν, Πιοτρ — (Piotr Ivanovich Bagration, 1765 1812). Ρώσος πρίγκιπας και στρατηγός, τελευταίος απόγονος της γεωργιανής δυναστείας των Βαγρατιδών. Αρχικά ονομαζόταν Δαβίδ –κάτι που τον έκανε να καυχιέται για την εβραϊκή καταγωγή του– μετά όμως από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 105Βατερλό — (Waterloo). Τοποθεσία του Βελγίου σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από τις Βρυξέλλες. Εκεί, στις 18 Ιουνίου 1815, δόθηκε η περίφημη μάχη που σήμανε το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και της πρώτης Γαλλικής αυτοκρατορίας. Αντίπαλοι ήταν από το ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 106βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …

    Dictionary of Greek

  • 107Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 108βραδυσεισμοί — Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρτούρ Ισέλ για τις βραδείες καθοδικές ή ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις (ισοστασία) ενός μικρού ή μεγάλου μέρους του φλοιού της Γης. Ο β. ονομάζεται θετικός όταν η στεριά χαμηλώνει (καθοδική κίνηση), με… …

    Dictionary of Greek

  • 109Γενεύης, λίμνη — (γαλλ. Lac Leman, γερμ. Genfer See). Λίμνη (582 τ. χλμ.) της δυτικής Ελβετίας, στα σύνορα με τη Γαλλία, η μεγαλύτερη αλπική λίμνη. Η λεκάνη της, η οποία οφείλεται στην εκσκαφική δράση του παγετώνα του Ροδανού, έχει το χαρακτηριστικό σχήμα τόξου… …

    Dictionary of Greek

  • 110Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek