η σύριγγα

  • 51φιστουλαρία — η, Ν ζωολ. γένος ιχθύων τών τροπικών θαλασσών τής τάξης συγγναθόμορφοι, συγγενικών με τον ιππόκαμπο και τον σύγγναθο, που περιλαμβάνει 4 είδη τα οποία συγκροτούν την οικογένεια φιστουλαριίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. fistularia < λατ. fistula… …

    Dictionary of Greek

  • 52χαμουλκός — ο και η / χαμουλκός, ἡ, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. η σύριγγα 2. δίτροχο χαμηλό φορείο που χρησιμοποιείται κυρίως σε αλευρόμυλους ή σε αποθήκες για τη μεταφορά σάκων ή διαφόρων φορτίων 3. κάθε λείο ξύλο πάνω στο οποίο γλιστράει και μεταφέρεται ελκόμενο… …

    Dictionary of Greek

  • 53χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 54ύργα — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «πτύον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὕριγγα πτύον (κυπριακός τ., βλ. λ. σύριγγα)] …

    Dictionary of Greek

  • 55ύριγγα — ἡ, Α βλ. σύριγγα …

    Dictionary of Greek

  • 56Κέραμβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της νύμφης Ειδοθέας και εγγονός του Ποσειδώνα. Υπήρξε βοσκός στην Όθρυ, όπου διασκέδαζε τις νύμφες, τραγουδώντας και παίζοντας λύρα ή σύριγγα. Παράκουσε όμως τον Πάνα και ειρωνεύτηκε τις νύμφες, οι οποίες τον… …

    Dictionary of Greek

  • 57Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …

    Dictionary of Greek

  • 58νηστιδική βιοψία — Η νήστις είναι το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Επειδή δεν μπορεί να εξεταστεί πλήρως με ενδοσκόπηση, χρησιμοποιείται μια ειδική κάψουλα, όταν απαιτείται η λήψη δείγματος ιστού. Αρχικά, ο εξεταζόμενος καταπίνει την κάψουλα, η οποία είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 59πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …

    Dictionary of Greek

  • 60τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… …

    Dictionary of Greek