η σύριγγα

  • 21καυλοκλυστήρ — καυλοκλυστήρ, ῆρος, ὁ (Α) είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + κλυστήρ «σύριγγα» (< κλύζω «κατακλύζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 22λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 23λουλάς — και λουλές, ο 1. η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο 2. το κοίλο μέρος τής καπνοσύριγγας ή τού τσιμπουκιού, όπου τοποθετείται ο καπνός 3. η πήλινη εστία τού ναργιλέ, όπου τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lula] …

    Dictionary of Greek

  • 24μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] …

    Dictionary of Greek

  • 25μητρεγχύτης — ο (Α μητρεγχύτης) σύριγγα με την οποία γίνονται εγχύσεις στη μήτρα ή καθετήρας ο οποίος χρησιμοποιείται για ενδομήτριες πλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + εγχύτης (< ἐγχύω), πρβλ. ριν εγχύτης] …

    Dictionary of Greek

  • 26μονοκάλαμος — μονοκάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος 2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῑν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κάλαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 27μονοσχιδής — μονοσχιδής, ές (Α) (για σύριγγα) αυτός που έχει μόνο μία σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ σχιδής] …

    Dictionary of Greek

  • 28παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …

    Dictionary of Greek

  • 29παράτρητος — ον, Α 1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.) 2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων β) «παράτρητος πόρος» πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… …

    Dictionary of Greek

  • 30παρασυρίζω — Α παίζω τη σύριγγα, τη φλογέρα, κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συρίζω «σφυρίζω»] …

    Dictionary of Greek