η σχεδιάστρια

  • 1σχεδιαστής — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σχεδιάστρια Ν [σχεδιάζω] νεοελλ. αυτός που σχεδιάζει και, κυρίως, αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση αρχιτεκτονικών, μηχανολογικών, τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων («σχεδιάστρια μόδας») αρχ. 1. αυτός που λέει, γράφει ή… …

    Dictionary of Greek

  • 2ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 3σχεδιαστής — ο θηλ. σχεδιάστρια 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη σχεδίαση: Εργάζεται ως σχεδιαστής κοντά σε κάποιον πολιτικό μηχανικό. 2. γενικά αυτός που σχεδιάζει: Σχεδιαστής της μηχανής …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)