η συναναστροφή
81Μπόσγουελ, Τζέιμς — (James Boswell, Εδιμβούργο 1740 – Λονδίνο 1795). Σκοτσέζος βιογράφος και συγγραφέας. Γιος δικαστή, σπούδασε νομικά στο Εδιμβούργο και στη Γλασκόβη, αλλά το όνειρό του ήταν να σταδιοδρομήσει στο Λονδίνο, να μπει στο Κοινοβούλιο, να ζει στο κέντρο… …
82ՇՈՒԹԱՓՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0490 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c գ. εὑστραφία agilitas συναναστροφή versatilitas εὑκόλια levitas. գրի եւ ՇՈՒԹԱՓՈՒԹՈՒԹԻՒՆ. Արագաշարժութիւն. արագութիւն. վաղվաղումն. վաղվաղկոտութիւն. դիւրափոփոխն լինել …
83βεγγέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η βραδινή συναναστροφή για συζήτηση και διασκέδαση, η επίσκεψη, η εσπερίδα: Κάθε Σάββατο βράδυ κάνουμε βεγγέρα στους φίλους μας. 2. νυχτερινή εργασία πολλών μαζί γυναικών, νυχτέρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84γυναικοφιλία — η 1. συναναστροφή των αντρών με γυναίκες. 2. φιλία ανάμεσα σε γυναίκες: Έχουν δυνατή γυναικοφιλία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86κοσμικότητα — η η ιδιότητα του κοσμικού, κοινωνικότητα, συναναστροφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87παρέα — η (λ. ισπαν.) 1. συναναστροφή, συντροφιά: Μην κάνεις παρέα με τους κακούς. 2. ομάδα φίλων, όμιλος που διασκεδάζει, βαδίζει: Είναι της παρέας μας. 3. στενός φίλος: Είναι η μοναδική παρέα μου στο χωριό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88συναναστροφάς — συναναστροφά̱ς , συναναστροφή living with fem acc pl …