η συναναστροφή

  • 51προσομίλησις — ήσεως, ἡ, Α [προσομιλῶ] συναναστροφή …

    Dictionary of Greek

  • 52προσομιλία — και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α [προσομιλῶ] συναναστροφή, επικοινωνία με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 53συγγένησις — ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι] συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 54συγχραίνομαι — Μ μολύνομαι από τη συναναστροφή με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χραίνω (ειδ. με ηθική σημ.) «μιαίνω, μολύνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 55συγχρωτισμός — ο, Ν [συγχρωτίζομαι] συναναστροφή, στενή σχέση …

    Dictionary of Greek

  • 56συμπεριφθείρομαι — Α [περιφθείρομαι] διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 57συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) …

    Dictionary of Greek

  • 58συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …

    Dictionary of Greek

  • 59συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών …

    Dictionary of Greek

  • 60συνανάμιξις — ίξεως, ἡ, Μ [συναναμ(ε)ίγνυμι] επικοινωνία, συναναστροφή …

    Dictionary of Greek