η συναναστροφή

  • 41παρέα — η 1. συναναστροφή, συντροφιά (α. «χρόνια τώρα κάνουμε παρέα» β. «έχει κακές παρέες») 2. ομάδα φίλων, συντρόφων, συνδαιτυμόνων κ.λπ. (α. «προχωρούσαν δυο παρέες» β. «χτες δεν ήταν στην παρέα μας, ήταν σε άλλη») 3. στενός φίλος ή συνοδός (α. «είναι …

    Dictionary of Greek

  • 42περιστροφή — Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x …

    Dictionary of Greek

  • 43περιφορά — (Αστρον.). Κίνηση που ένα ουράνιο σώμα εκτελεί γύρω από ένα κεντρικό άστρο, διαγράφοντας μια κλειστή τροχιά, σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ηλιακό μας σύστημα, εκτός από τις π. των πλανητών. και των κομητών γύρω από τον Ήλιο, έχουμε και τις π …

    Dictionary of Greek

  • 44περιχώρηση — η / περιχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιχωρώ] θεολ. 1. η συνύπαρξη τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδος μέσα σ αυτήν, το ότι η θεία φύση υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα 2. η συνύπαρξη στον Ιησού Χριστό τής θείας και… …

    Dictionary of Greek

  • 45πλησίασμα — το, ΝΑ [πλησιάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα νεοελλ. 1. συναναστροφή 2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία 3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του 4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 46πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …

    Dictionary of Greek

  • 47πορνοκοπία — ἡ, Α [πορνοκόπος] η συναναστροφή με πόρνες …

    Dictionary of Greek

  • 48προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 49προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… …

    Dictionary of Greek

  • 50προσκόλληση — η / προσκόλλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκολλῶ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκολλώ, συγκόλληση ή επικόλληση δύο τμημάτων με κολλώδη ουσία νεοελλ. 1. στρ. η προσωρινή τοποθέτηση βαθμοφόρου ή οπλίτη σε μια μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για… …

    Dictionary of Greek