η συναναστροφή

  • 31κλαιωμιλία — κλαιωμιλία, ποιητ. τ. κλαιωμιλίη, ἡ (Α) το να κλαίει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαίω + ὁμιλία «συναναστροφή». Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 32κοσμικότητα — η η τάση και η ικανότητα για συναναστροφή, η κοινωνικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμικός. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 33κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας …

    Dictionary of Greek

  • 34λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα …

    Dictionary of Greek

  • 35λεκές — ο 1. κηλίδα σε ρούχο, που γίνεται συνήθως από λιπαρή ουσία 2. ό,τι προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου 3. άνθρωπος που η συναναστροφή μαζί του προκαλεί ηθική μείωση 4. παροιμ. «λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι» λέγεται για… …

    Dictionary of Greek

  • 36μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους …

    Dictionary of Greek

  • 37οάρισμα — ὀάρισμα, τὸ (Α) [οαρίζω] (Α) φιλική συναναστροφή, φιλική συνομιλία, ιδίως μεταξύ συζύγων και ερωτευμένων …

    Dictionary of Greek

  • 38οαριστύς — ὀαριστύς, ύος, ἡ (Α) 1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή 2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 3. ως κύριο όν. τίτλος τού 27ου ειδυλλίου τού Θεοκρίτου 4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» η… …

    Dictionary of Greek

  • 39ομίλημα — το (Α ὁμίλημα) [ομιλώ] νεοελλ. ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα αρχ. 1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.) 2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 40ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …

    Dictionary of Greek