η συγκομιδή

  • 61αμά — (I) (σύνδ.) βλ. μα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμμή με επίδραση τού αλλά και άλλων επιρρημάτων σε α, ή από επίδραση τού ιταλ. ma «αλλά, μα»]. (II) ἀμά, η λέξη μυκηναϊκή (από την Κνωσό) που σήμαινε πιθανώς «τη συγκομιδή» (a ma). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 62ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού …

    Dictionary of Greek

  • 63αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… …

    Dictionary of Greek

  • 64απόκουρο — Παλαιότερη ονομασία της ορεινής περιοχής που βρίσκεται στα ΒΑ της λίμνης Τριχωνίδας, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο και το όρος Παναιτωλικό. Σήμερα ονομάζεται επίσημα Θέρμο (βλ. λ.). Ωστόσο, μελετητές της… …

    Dictionary of Greek

  • 65γεωμορία — γεωμορία, η (Α) [γεωμόρος] 1. τμήμα γης 2. η γεωργία 3. η συγκομιδή 4. διανομή τής γης …

    Dictionary of Greek

  • 66γεώργημα — το (AM γεώργημα) [γεωργώ] ο καλλιεργημένος αγρός αρχ. μσν. 1. ο καρπός τής γης 2. πληθ. η συγκομιδή αρχ. πληθ. οι γεωργικές ασχολίες …

    Dictionary of Greek

  • 67δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… …

    Dictionary of Greek

  • 68εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …

    Dictionary of Greek

  • 69εκρίζωση — η και ξερίζωμα, το (Μ ἐκρίζωσις και ἐκρίζωμα) απόσπαση από τη ρίζα, ξερίζωμα («εκρίζωση αμπελιού») νεοελλ. 1. η συγκομιδή με ειδικές εκριζωτικές μηχανές τών φυτών που καλλιεργούνται για τις ρίζες (βολβούς) τους 2. ιατρ. «εκρίζωση όγκου» η… …

    Dictionary of Greek

  • 70ελαιόκαρπος — ο 1. ο καρπός τής ελιάς, και με περιληπτική έννοια («συγκομιδή τού ελαιοκάρπου») 2. τροπικό δέντρο που ο καρπός του μοιάζει με την ελιά …

    Dictionary of Greek