η συγκομιδή

  • 51Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 52Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 53άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 54άροτος — ἄροτος, ο (Α) [αρώ] 1. ο καλλιεργήσιμος αγρός 2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή 3. το όργωμα, η καλλιέργεια 4. η εποχή για καλλιέργεια 5. μτφ. η γέννηση παιδιών …

    Dictionary of Greek

  • 55έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 56αγκούλα — η 1. η αγκλίτσα* 2. ραβδί κυρτωμένο στο επάνω άκρο, κατάλληλο για τη συγκομιδή τών καρπών από τα ψηλά κλαδιά τών οπωροφόρων δέντρων 3. κάθε είδος ράβδου, μαγκούρα, μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγκύλη. Για την κατάλ. πρβλ. δάφνη δάφνα] …

    Dictionary of Greek

  • 57αγουρολόγι — και αγουρολόι, το 1. συγκομιδή άγουρων καρπών 2. συνεκδ. ο καρπός της ελιάς που μαζεύεται προτού ωριμάσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρο + παραγ. κατάληξη –λόγι] …

    Dictionary of Greek

  • 58ακριδοπαθής — ές 1. αυτός που έπαθε καταστροφή από ακρίδες 2. γεωργός τού οποίου η συγκομιδή καταστράφηκε από επιδρομή ακρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + παθής < ἔπαθον, πάσχω] …

    Dictionary of Greek

  • 59αλειά — η [ἁλεία] η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά …

    Dictionary of Greek

  • 60αλωαίος — ἁλωαῖος, α, ον (Α) [ἅλως] 1. αυτός που ανήκει στο αλώνι 2. το θηλ. ἁλωαίη, ως επίθ. τής Δήμητρος που προστατεύει τη συγκομιδή …

    Dictionary of Greek