η πρόοδος
1πρόοδος — 1 going before masc/fem nom sg πρόοδος 2 going on fem nom sg …
2Πρόοδος — (proodos) (греч.) см. Μονή. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …
3πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… …
4πρόοδος — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προοδεύω: Η πρόοδος των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας βοήθησαν πολύ το σύγχρονο άνθρωπο. 2. (μαθημ.), σειρά αριθμών που ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με την πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πρόοδον — πρόοδος 1 going before masc/fem acc sg πρόοδος 1 going before neut nom/voc/acc sg πρόοδος 2 going on fem acc sg …
6προόδοις — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat pl πρόοδος 2 going on fem dat pl …
7προόδου — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen sg πρόοδος 2 going on fem gen sg …
8προόδους — πρόοδος 1 going before masc/fem acc pl πρόοδος 2 going on fem acc pl …
9προόδων — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen pl πρόοδος 2 going on fem gen pl …
10προόδῳ — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat sg πρόοδος 2 going on fem dat sg …