η ουρά
1οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …
4ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …
6ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …
7οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
8σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη …
9κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …
10οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …