η οξιά

  • 31παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και …

    Dictionary of Greek

  • 32παρροτία — η δέντρο, ιθαγενές τού Ιράν, που μοιάζει με οξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parrotia από το όν. τού γερμανού φυσιοδίφη F. W. Parrot] …

    Dictionary of Greek

  • 33φαγόπυρο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, το οποίο, αν και δεν ανήκει στα αγρωστώδη, θεωρείται ως σιτηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fagopyrum (< λατ. fagus… …

    Dictionary of Greek

  • 34φηγοειδής — ές, Α όμοιος με φηγό, με οξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 35φηγώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια φηγίδες, με 10 γένη και 1.000 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fagales < λατ. fagus «οξιά» (βλ. και λ. φηγός)] …

    Dictionary of Greek

  • 36απιοσπόριο — (apiosporium). Γένος ασκομυκήτων της οικογένειας των περισποριωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, γι’ αυτό και είναι δύσκολη η διάκρισή τους. Το α. προσβάλλειτα πλατύφυλλα δέντρα, όπως την οξιά, τη λεύκη, την ιτιά και τα εσπεριδοειδή. Οι ασκομύκητες… …

    Dictionary of Greek

  • 37Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 38Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 39Γαρδίκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 803 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στην πεδιάδα της Αχερουσίας, στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Αποτελεί έδρα του δήμου Αχέροντα. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 40Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …

    Dictionary of Greek