η οικουμένη
1οικουμένη — η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα) 1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. (κατ επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την… …
2οικουμένη — η η κατοικημένη γη, η υφήλιος, ο κόσμος: Μιλούσε γι αυτόν η οικουμένη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3οἰκουμένη — οἰκέω inhabit pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) οἰκουμένη inhabited region fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4οἰκουμένῃ — οἰκέω inhabit pres part mp fem dat sg (attic epic) οἰκουμένη inhabited region fem dat sg (attic epic ionic) …
5οἰκουμένηι — οἰκουμένῃ , οἰκέω inhabit pres part mp fem dat sg (attic epic) οἰκουμένῃ , οἰκουμένη inhabited region fem dat sg (attic epic ionic) …
6Reflexe (журнал) — Reflexe. Časopis pro filosofii a teologii Специализация: научно теоретический журнал по философии и теологии Периодичность: 2 раза в год Язык: чешский Главный редактор: Ladislav Hejdánek И …
7Ойкумена — Карта XV века, изображающая описание Птолемеем Ойкумены (1482 г., гравюра Иоганна Шнитцера). Ойкумена, экумена, к …
8Экумена — Карта XV века, изображающая описание Птолемеем Ойкумены (1482 г., гравюра Иоганна Шнитцера). Ойкумена, экумена (др. греч. οἰκουμένη, от слова др. греч. οἰκέω, «населяю, обитаю») освоенная человечеством часть мира. Термин «οἰκουμένη» введён… …
9άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …
10Ecumene — For oikoumene.org, see World Council of Churches. A printed map from the 15th century depicting Ptolemy s description of the Oecumene (1482, Johannes Schnitzer, engraver). Ecumene (also spelled œcumene or oikoumene) is a term originally used in… …