η μέλισσα
1Μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg …
2μέλισσα — madhu lih fem nom/voc sg μελίζω dismember aor ind act 1st sg (epic) …
3μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …
4Μέλισσα των Αθηνών — Μηνιαίο αθηναϊκό περιοδικό σύγγραμμα. Ιδρύθηκε από τον A. N. Γούδα. Το περιοδικό αυτό ήταν βραχύβιο (1864 65) και κυκλοφόρησε ως η δεύτερη περίοδος της επιθεώρησης Η εν Αθήναις Ιατρική Μέλισσα (1853 59) …
5Μέλισσα — Sp Mèlisa Ap Μέλισσα/Melissa L ŠR Graikija …
6μέλισσα — η έντομο υμενόπτερο που παράγει μέλι και κερί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Ιατρική Μέλισσα — Τίτλος μηνιαίου ιατρικού περιοδικού που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Αναστάσιο Γούδα στο διάστημα 1853 58. Κατά το 1864 65 επανεκδόθηκε με τον τίτλο Μέλισσα Ιατρική …
8Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του …
9Μελίσσας — Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem acc pl Μελίσσᾱς , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) Μελίσσᾱς , Μελίσσευς masc acc pl …
10μελίσσας — μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem acc pl μελίσσᾱς , μέλισσα madhu lih fem gen sg (doric aeolic) μελίσσᾱς , μελίζω dismember aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …