η κρέμα

  • 61πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… …

    Dictionary of Greek

  • 62πιμελή — η, ΝΑ νεοελλ. το φυτό πιμελέα αρχ. 1. το μαλακό λίπος, το πάχος, το ξίγγι 2. η κορφή, η κρέμα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίαρ] …

    Dictionary of Greek

  • 63ρουζ — το, Ν άκλ. καλλυντική πούδρα ή κρέμα χρησιμοποιούμενη για τον τονισμό τού ροδαλού χρώματος επιλεγμένων περιοχών τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rouge < λατ. rubeus «ερυθρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 64σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …

    Dictionary of Greek

  • 65συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …

    Dictionary of Greek

  • 66ταραμοσαλάτα — η, Ν παχύρρευστη κρέμα από ταραμά αναμεμιγμένο με λεμόνι, λάδι, ψιλοκομμένο κρεμμύδι και ψίχα ψωμιού …

    Dictionary of Greek

  • 67τούρτα — η, ΝΜΑ νεοελλ. ονομασία γλυκού, συνήθως στρογγυλού σχήματος, που παρασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως παντεσπάνι, σοκολάτα, κρέμα γάλακτος, ζελέ φρούτων κ.ά. μσν. αρχ. ονομασία πίτας, εγκρυφίας* άρτος, σταχτόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torta… …

    Dictionary of Greek

  • 68φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… …

    Dictionary of Greek

  • 69χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …

    Dictionary of Greek

  • 70ανθόγαλα ή ανθόγαλο — Λιπαρή και αφρώδης ουσία που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος (αλλιώς, η κρέμα ή το καϊμάκι του γάλακτος) …

    Dictionary of Greek