η κληρονομιά
1κληρονομία — κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc/acc dual κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… …
3κληρονομίᾳ — κληρονομίαι , κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …
4κληρονομιά — η 1.περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο του κατόχου της στην κυριότητα άλλου. 2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά: Έχουν κληρονομιά την εξυπνάδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κληρονομίας — κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem acc pl κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem gen sg (attic doric aeolic) …
6κληρονομίαι — κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …
7κληρονομίαν — κληρονομίᾱν , κληρονομία inheritance fem acc sg (attic doric aeolic) …
8κληρονομιῶν — κληρονομία inheritance fem gen pl …
9κληρονομίαις — κληρονομία inheritance fem dat pl …
10Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …