η θρασύτητα

  • 1θρασύτητα — η αναίδεια, αυθάδεια: Τον εξόργισε η θρασύτητα των λόγων του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… …

    Dictionary of Greek

  • 3θρασύτητα — θρασύτης over boldness fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα …

    Dictionary of Greek

  • 6ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 7блѧдьство — БЛѦДЬСТВ|О (14*), А с. 1.Обман, ложь, пустословие: ни инѣмъ словесьмъ тъщеславивымъ. и кычивыимъ. нъ въсприѥмъ ѥлико на пользоу соуть. съложени˫а словесъ и съставлѥни˫а. проча˫а всѣмъ ѡстави. ими же соуѥть˫а словеса. и гл҃и бл˫адьствомъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 8AUDACES — I. AUDACES apud Claudian. de Bell. Gildon. v. 220. Audaces legat ipsa viras, qui colla ferarum Arte ligent, certôque premant venabula nisu: Iustiniano Novellâ 105. εὐδοκιμοῦντες τῇ τόλμῃ, alias παράβολοι, homines dicti sunt perditaeac desperatae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 9-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …

    Dictionary of Greek

  • 10έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα …

    Dictionary of Greek