η εκατονταετία 2) (
1ἑκατονταετία — ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc/acc dual ἑκατονταετίᾱ , ἑκατονταετία period of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εκατονταετία — η (AM ἑκατονταετία) περίοδος εκατό χρόνων, εκατονταετηρίδα …
3εκατονταετία — η περίοδος εκατό ετών, εκατονταετηρίδα, αιώνας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἑκατονταετίας — ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem acc pl ἑκατονταετίᾱς , ἑκατονταετία period of fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἑκατονταετίαν — ἑκατονταετίᾱν , ἑκατονταετία period of fem acc sg (attic doric aeolic) …
6Аппиан — (Александрийский) Ἀππιανός (Ἀλεξανδρεύς) Дата рождения: ок. 95 Место рождения: Александрия Дата смерти: после 170 Страна …
7Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …
8αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …
9γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …
10γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …
- 1
- 2