η δίαιτα
1διαίτα — διαίτᾱ , δίαιτα way of living fem nom/voc/acc dual διαίτᾱ , διαιτάω treat pres imperat act 2nd sg διαίτᾱ , διαιτάω treat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2διαίτᾳ — διαίτᾱͅ , δίαιτα way of living fem dat sg (doric aeolic) …
3δίαιτα — way of living fem nom/voc sg …
4δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …
5δίαιτα — η 1. τρόπος διατροφής που συνιστάται από γιατρό σε άρρωστο, για θεραπευτικούς σκοπούς: Στους διαβητικούς ο γιατρός πάντοτε επιβάλλει αυστηρή δίαιτα. 2. ο τρόπος καθημερινής διατροφής: Στην καθημερινότητά μου ακολουθώ ελαφριά δίαιτα. 3.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6διαιτᾷ — διαιτάω treat pres subj mp 2nd sg διαιτάω treat pres ind mp 2nd sg (epic) διαιτάω treat pres subj act 3rd sg διαιτάω treat pres ind act 3rd sg (epic) …
7διαίτας — διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem acc pl διαίτᾱς , δίαιτα way of living fem gen sg (doric aeolic) διαίτᾱς , διαιτάω treat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
8διαιτᾶι — διαιτᾷ , διαιτάω treat pres subj mp 2nd sg διαιτᾷ , διαιτάω treat pres ind mp 2nd sg (epic) διαιτᾷ , διαιτάω treat pres subj act 3rd sg διαιτᾷ , διαιτάω treat pres ind act 3rd sg (epic) …
9δίαιθ' — δίαιτα , δίαιτα way of living fem nom/voc sg δίαιται , δίαιτα way of living fem nom/voc pl …
10δίαιτ' — δίαιτα , δίαιτα way of living fem nom/voc sg δίαιται , δίαιτα way of living fem nom/voc pl …