η δίαιτα
121κρυπτόπρωκτος — (Cryptoprocta). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας viverridae. Πρόκειται για ιθαγενές ζώο της Μαδαγασκάρης και το μεγαλύτερο από τα αρπακτικά του νησιού. Το κυριότερο είδος είναι το Cryptoprocta ferox, γνωστό και με την κοινή ονομασία… …
122κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… …
123κυνόμυς — (Cynomys). Γένος τρωκτικών της οικογένειας των σκιουριδών. Το πιο κοινό είδος του γένους είναι το Cynomys ludovicianus, το οποίο έχει μήκος περίπου 40 εκ., ενώ τα θηλυκά συνήθως είναι μικρότερα. Κατά την εμφάνισή του είναι όμοιο με τον αρκτόμυ… …
124λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …
125λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …
126λιμνοδίαιτος — η, ο λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος, υδρο δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα] …
127λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… …
128λιτοδίαιτος — η, ο (Α λιτοδίαιτος, ον) 1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο δίαιτος, αστρο δίαιτος] …