η δίαιτα

  • 111καθαροδίαιτος — καθαροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + δίαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής»), πρβλ. λιτο δίαιτος, ολιγο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 112κακοδιαιτησία — κακοδιαιτησία, ἡ (Α) κακή δίαιτα …

    Dictionary of Greek

  • 113καρδιοδίαιτος — καρδιοδίαιτος, ον (Α) πάπ. αυτός που τρώει καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ανθο δίαιτος, οικο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 114καταδίαιτα — καταδίαιτα, ἡ (Α) καταδικαστική απόφαση σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δίαιτα «διαιτησία»] …

    Dictionary of Greek

  • 115κατασκώ — κατασκῶ, έω (Α) 1. εξασκώ πάρα πολύ, συστηματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κατησκημένος, η , ον αυτός που έχει επιτευχθεί μετά από επίπονη και συστηματική άσκηση (α. «ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη δίαιτα», Πλούτ. β. «κατησκημένος τὸν βίον», Μέγ. Βασίλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 116κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 117κοπροδίαιτος — κοπροδίαιτος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται με κόπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αστρο δίαιτος, οικο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 118κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… …

    Dictionary of Greek

  • 119κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …

    Dictionary of Greek

  • 120κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …

    Dictionary of Greek