η βλάβη
1βλάβη — harm fem nom/voc sg (attic epic ionic) βλάβος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βλάβος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βλάπτω disable aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …
2βλάβῃ — βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …
3βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …
4βλάβη — η φθορά, ζημιά: Η βλάβη στη μηχανή του αυτοκινήτου είναι ανεπανόρθωτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βλαβῇ — βλάπτω disable aor subj pass 3rd sg …
6ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …
7ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …
8βλάβηι — βλάβῃ , βλάβη harm fem dat sg (attic epic ionic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres subj mid 2nd sg (epic) βλάβῃ , βλάπτω disable pres ind mid 2nd sg (epic) …
9έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …
10βλάβαι — βλάβη harm fem nom/voc pl βλάβᾱͅ , βλάβη harm fem dat sg (doric aeolic) …