η ατμοσφαιρική πίεση

  • 21αεραιμία — Η ύπαρξη στο αίμα ποσότητας ελεύθερων αερίων, η οποία προκαλεί αεροεμβολισμό. Η ποσότητα αζώτου που έχει απορροφηθεί από το αίμα δεν είναι μεγαλύτερη από όση περιέχεται σε ίσο όγκο νερού. Όταν όμως o άνθρωπος βρεθεί σε αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση …

    Dictionary of Greek

  • 22Στεβέν, Σιμόν — (Simon Stevin, εκλατινισμένος σε Stevinus). Φλαμανδός μαθηματικός και φυσικός (Βρύγη 1548 Λέυντεν 1620). Πολιτικός και στρατιωτικός μηχανικός, ένας από τους πρωτοπόρους του δεκαδικού μετρικού συστήματος στον οποίο οφείλεται κατά μέγα μέρος η… …

    Dictionary of Greek

  • 23Φαρενάιτ — Ν άκλ. φρ. «θερμοκρασιακή κλίμακα Φαρενάιτ» μετρολ. φυσ. κλίμακα θερμοκρασιών στην οποία το σημείο πήξης τού νερού υπό ατμοσφαιρική πίεση αντιστοιχεί στην ένδειξη 32, το σημείο ζέσης του στην ένδειξη 212, ενώ μεταξύ τών δύο αυτών ενδείξεων… …

    Dictionary of Greek

  • 24αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …

    Dictionary of Greek

  • 25βαροβαθμίδα — Η ελάττωση της πίεσης σε διεύθυνση κάθετη προς τις ισοβαρείς ανά μονάδα απόστασης. Οι διαφορές των πιέσεων σε ένα οριζόντιο επίπεδο έχουν μεγάλη σημασία από μετεωρολογική άποψη, γιατί είναι στενά συνδεδεμένες με τις οριζόντιες μετακινήσεις του… …

    Dictionary of Greek

  • 26βαροθερμογράφος — ο όργανο που καταγράφει συγχρόνως την ατμοσφαιρική πίεση και τη θερμοκρασία του αέρα …

    Dictionary of Greek

  • 27ελαιοαέριο — Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700° 900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000… …

    Dictionary of Greek

  • 28ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …

    Dictionary of Greek

  • 29λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… …

    Dictionary of Greek

  • 30παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …

    Dictionary of Greek