η ασχολία
1ἀσχολία — ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc/acc dual ἀσχολίᾱ , ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀσχολίᾳ — ἀσχολίαι , ἀσχολία occupation fem nom/voc pl ἀσχολίᾱͅ , ἀσχολία occupation fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… …
4ασχολία — η απασχόληση, δουλειά: Έχει τόσες πολλές ασχολίες, ώστε δεν του μένει καιρός για ξεκούραση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀσχολίας — ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem acc pl ἀσχολίᾱς , ἀσχολία occupation fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀσχολίαι — ἀσχολία occupation fem nom/voc pl ἀσχολίᾱͅ , ἀσχολία occupation fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀσχολίαν — ἀσχολίᾱν , ἀσχολία occupation fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀσχολιῶν — ἀσχολία occupation fem gen pl …
9ἀσχολίαις — ἀσχολία occupation fem dat pl …
10ἀσχολίη — ἀσχολία occupation fem nom/voc sg (epic ionic) …