ζωμός
1ζωμός — soup masc nom sg …
2ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… …
3ζωμός — ο 1. εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών, που προέρχεται από βρασμό με νερό, το ζουμί. 2. «μέλας ζωμός», η κυριότερη τροφή στα συσσίτια των αρχαίων Σπαρτιατών, η οποία γινόταν από χοιρινό κρέας που βραζόταν μέσα σε αίμα, όπου έριχναν αλάτι και ξίδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν …
5ζωμοῖς — ζωμός soup masc dat pl …
6ζωμοῖσι — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ζωμοῖσιν — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ζωμοί — ζωμός soup masc nom/voc pl …
9ζωμοῦ — ζωμός soup masc gen sg …
10ζωμούς — ζωμός soup masc acc pl …