ζωμός
81οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… …
82οσμόζωμο — το εκχύλισμα κρέατος και αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + ζωμός] …
83πάστη — και παστή, ἡ, Α 1. (στον τ. πάστη) α) (κατά τον Πολυδ.) «ζωμὸς ἀλφίτων» β) (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ τυροῡ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευαζόμενον οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμειγμένον» 2. (στον τ. παστή) θήκη, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
84πολύζωμος — η, ο / πολύζωμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει άφθονο χυμό, πολύ ζουμερός μσν. φρ. «πολύζωμος δίαιτα» διατροφή που αποτελείται από φαγητά με άφθονο ζωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωμός] …
85ραδικοζούμι — και ραδικόζουμο, το, Ν ζωμός βρασμένων ραδικιών …
86σούπα — η, Ν 1. ρευστό φαγητό ή ζωμός 2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος 3. φρ. «έγινε σούπα» (συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa] …
87σταιτινοκογχομαγής — ές, Α ζυμωμένος από χυλό αλευριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίτινος + κόγχος «πηχτός ζωμός» + μαγής (< θ. μαγ τού μάσσω «ζυμώνω», πρβλ. μέμαγμαι, μάγμα)] …
88συγχυλούμαι — όομαι, Α μετατρέπομαι σε χυλό («ὄρνιθος συγχειλωθείσης ζωμός», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυλοῦμαι «μεταβάλλομαι σε χυλό»] …
89συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …
90φίλετνος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει χυλό από όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔτνος «πυκνός ζωμός με όσπρια»] …