ζωμός

  • 71καταζωμεύω — (Α) ρουφάω τελείως, όλο το περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζωμεύω «παρασκευάζω με ζωμό» (< ζωμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 72κονσομέ — το συμπυκνωμένος ζωμός κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consomme < γαλλ. ρ. consommer < λατ. ρ. consummo «προσθέτω, συμπληρώνω, τελειώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 73κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι …

    Dictionary of Greek

  • 74κριθαρόνερο — το ζωμός βρασμένου κριθαριού …

    Dictionary of Greek

  • 75κόγχος — ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή) κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος») μσν. αρχ. κοχύλι αρχ. 1. μικρό μέτρο για υγρά 2. το κοίλωμα τής ασπίδας 3. μικρό αγγείο 4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού 5. πηχτός ζωμός από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 76μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …

    Dictionary of Greek

  • 77μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …

    Dictionary of Greek

  • 78μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 79οξυζώμιον — ὀξυζώμιον, τὸ (Α) [οξύζωμος] ξινός ζωμός …

    Dictionary of Greek

  • 80οξύζωμος — ὀξύζωμος, ον (Α) καρυκευμένος με ξινή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ζωμός] …

    Dictionary of Greek