ζωμός

  • 61εύζωμος — η, ο (ΑΜ εὔζωμος, ον) 1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμον αρωματικό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός] …

    Dictionary of Greek

  • 62ζωμάριον — ζωμάριον, τό (Α) υποκορ. τού ζωμός …

    Dictionary of Greek

  • 63ζωμάρυστρον — ζωμάρυοτρον, τὸ και διάφ. ανόγν. ζωμάρυστρος, ἡ (Α) η ζωμήρυση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυστρον (< αρύω «αντλώ υγρό»), πρβλ. απ άρυστρον] …

    Dictionary of Greek

  • 64ζωμήρυσις — ζωμήρυσις, ἡ (Α) μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως τού κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω*«αντλώ υγρό» με έκταση… …

    Dictionary of Greek

  • 65ζωμίδιον — ζωμίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ζωμός) ζουμάκι …

    Dictionary of Greek

  • 66ζωμίον — ζωμίον, τὸ (Α) υποκορ. τού ζωμός …

    Dictionary of Greek

  • 67ζωμεύω — (Α) [ζωμός] βράζω στον ζωμό ή παρασκευάζω με ζωμό …

    Dictionary of Greek

  • 68ζωμιστός — ζωμιστός, ή, όν (Μ) βρασμένος, βραστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός, κατά τα ρηματικά επίθ. σε ισ τος (< ρ. σε ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 69ζώμευμα — ζώμευμα, τό (Α) [ζωμεύω] (σε κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα*, την… …

    Dictionary of Greek

  • 70ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… …

    Dictionary of Greek