ζωμός

  • 51ZEMA — vel Zemum aut Zumum, ex Graeco ζέμα, quod a ζέω, jus vel decoctio: unde ὄρνιθεςὑπὸ ζέματος, quae sunt elixae et iurede. coctae. Et quidem ζέμα simplex est liquor, in quo decoctae sunt carnes, brodium veterib. Latinis: sicut ζωμὸς, condimentum et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 52άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 53έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» …

    Dictionary of Greek

  • 54έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …

    Dictionary of Greek

  • 55αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] …

    Dictionary of Greek

  • 56βαφά — βαφά, η (Α) ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών …

    Dictionary of Greek

  • 57δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …

    Dictionary of Greek

  • 58ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 59ετνοδόνος — ἐτνοδόνος, ον (ΑΜ) αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ δονος] …

    Dictionary of Greek

  • 60εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …

    Dictionary of Greek