ζωμός
21ζωμοδόχος — η μαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] …
22ζωμοτάριχος — ζωμοτάριχος, ὁ (Α) 1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια 2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»] …
23ιοζούμιν — ἰοζούμιν, τὸ (Μ) ζωμός από σκουριά, μαυροζούμι, ζωμός παρασκευασμένος σε χύτρα σκουριασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (IV) + ζουμί(ν)] …
24καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις …
25μελίζωμον — μελίζωμον, τὸ (Α) ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ ζωμον)] …
26πεπερόζωμος — ὁ, Α ζωμός που περιέχει πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + ζωμός] …
27χυλόζωμος — ον, Α παρασκευασμένος από χυλό, από χυμό («ἕψημα χυλόζωμον κριθής», Ανών.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ζωμός (πρβλ. πεπερό ζωμος)] …
28уха — др. русск. уха, болг. юха (Младенов 700), сербохорв. jyха, словен. juhа суп , чеш. jicha похлебка, жижа , слвц. jucha, польск. jucha кровь, гной, похлебка , в. луж. jucha похлебка, жижа , н. луж. jucha похлебка, навозная жижа . Укр., блр. юха… …
29Black soup — The ancient Spartan melas zomos (μέλας ζωμός), or black soup / black broth, was a staple soup made of boiled pigs legs, blood, salt and vinegar.[1] It is thought that the vinegar was used as an emulsifier to keep the blood from clotting during… …
30Ancient Greek cuisine — Kylix, the most common drinking vessel in ancient Greece, c. 500 BC, British Museum Ancient Greek cuisine was characterized by its frugality, reflecting agricultural hardship.[1] It was founded on the Mediterranean …