1ζεφυρικός — ή, ό (Α ζεφυρικός, ή, όν) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζέφυρο …
Dictionary of Greek
2ζεφυρικά — ζεφυρικός neut nom/voc/acc pl ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc/acc dual ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ζεφυρικόν — ζεφυρικός masc acc sg ζεφυρικός neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)