-
1 ζευγάρι
[зэвгари] ουσ. о. пара, четаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζευγάρι
-
2 пара
пара ж το ζευγάρι, το ζεύγος· \пара ботинок ένα ζευγάρι παπούτσια· супружеская \пара το ζευγάρι, το αντρόγυνο* танцевальная \пара το χορευτικό ζευγάρι* * *жτο ζευγάρι, το ζεύγοςпа́ра боти́нок — ένα ζευγάρι παπούτσια
супру́жеская па́ра — το ζευγάρι, το αντρόγυνο
танцева́льная па́ра — το χορευτικό ζευγάρι
-
3 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
4 чета
-ы θ.1. το ζευγάρι, το ζεύγος•супружеская чета το συζυγικό ζευγάρι•
счастливая — ευτυχισμένο ζευγάρι,.
2. επίρ. -ой ανά δυό, κατά ζευγάρια•не чета кому δεν είναι ισάΕιος, δεν τα ιριάζει.
-
5 пара
пар||аж ι, (о предметах и о людях) τό ζεῦγος, τή ζεϋγάρι:\пара чулок ζευγάρι γυναικείες κάλτσες· супру́жеская \пара τό συζυγικό ζεβγος·2. (костюм) τό κοστούμι-◊ \пара сил тех. ζεῦγος δυνάμεων· на \парау слов νά σο6 είπῶ δυό λόγια· два сапога \пара погов. πάρε τόν ἕνα χτύπα τόν ἄλλον. -
6 пара
το ζεύγος, η δυάς, η δυάδα, το ζευγάριкуперовская (элн.) - του ΚούπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пара
-
7 вспахать
вспахатьсов, вспахивать несов ὁργώνω, ἀροτριδ, ἀλετρίζω, κάνω ζευγάρι. -
8 упряжка
упряжкаж τό ζευγάρι ἀλογων, τό ζέψιμο. -
9 чета
четаж τό ζεῦγος, τό ταίρι, τό ζευγάρι:супружеская \чета τό ἀνδρόγυνο[ν]· ◊ не \чета (кому-л., чему-л.) δέν εἶναι ταίρι· он тебе не \чета αὐτός δέν εἶναι γιά σένα -
10 упряжка
[ουπργιάσκα] ουσ. θ. ζευγάρι αλόγων -
11 упряжка
[ουπργιάσκα] ουσ θ ζευγάρι αλόγων -
12 двое
αριθμ. (για πρόσωπα ή ουσ. που έχουν μόνο πλθ.)двое братьев δυο αδέρφια•
двое очков τα ματογυάλια•
двое суток δυο εικοσιτετράωρα•
двое ножниц το ψαλίδι.
|| (σε ονομ. ή αιτ.) ζευγάρι, ζεύγος•двое чулок δυό ζευγάρια κάλτσες.
εκφρ.на своих (на) двоих – με το υπ’ αριθμόν 2 (πεζός). -
13 напарник
-а α.-ца, -ы θ.συνεργάτης, ο συντεχνιτης, συνέταιρος (ο ένας από το ζευγάρι). -
14 парный
-
15 постав
-а, πλθ. -а α.1. πόζα•гордый постав головы περήφανη πόζα του κεφαλιού.
2. ζευγάρι μυλόπετρων.3. (διαλκ.) αργαλειός χειροκίνητος.4. τόπι υφάσματος. -
16 смычок
-
17 тварь
-и θ.1. (παλ. %. απλ.) το πλάσμα, το ονтварьи земли τα πλάσματα της γης, τα γήινα όντα.2. (απλ.) πρόστυχος άνθρωπος, προστυχάντζας, χαμένο κορμί.εκφρ.всякой -и по паре – ανάκατος• ανακατωμένος ο ερχόμενος (από τον Νώε, που πήρε από ένα ζευγάρι). -
18 термопара
-ы θ.ζευγάρι θερμοηλεκτρικό. -
19 унос
-а ос.1. αποκόμιση, μεταφορά αλλού.2. κλοπή, κλέψιμο.3. σκόρπισμα. || πάρσιμο, αφαίρεση• στέρηση.4. κατάλειπα σαν σκόνη παρασυρόμενα.5. το πρώτο ζευγάρι από τα τέσσερα ζευγμένα ζώα. -
20 чулки
-лок, πλθ. (ενκ. чулок, -лка α.) κάλτσες γυναικείες•шлковые чулки μεταξωτές κάλτσες•
шерстяные чулки μάλλινες κάλτσες•
капроновые чулки κάλτσες νάυλον•
пара -лок ζευγάρι κάλτσες.
|| ετερόχρωμο μαλλί του κάτω μέρους των ποδιών του αλόγου (σαν κάλτσες).
См. также в других словарях:
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
ζευγάρι — το ιού 1. ζεύγος ανθρώπων ή ζώων ή αντικειμένων: Ευτυχισμένο ζευγάρι. – Ένα ζευγάρι βόδια. – Ένα ζευγάρι παπούτσια. 2. όργωμα: Κάνει ζευγάρι όλη μέρα. 3. έκταση που μπορεί να οργωθεί από ένα ζευγάρι βοδιών κατά την περίοδο του οργώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζευγαρίζω — [ζευγάρι] οργώνω με ζευγάρι βοδιών ή ίππων … Dictionary of Greek
ζευγαριάζω — [ζευγάρι] αποτελώ ζευγάρι … Dictionary of Greek
ζεύγος βάσης — Ζευγάρι συνδεδεμένων βάσεων νουκλεοτιδίων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μέσω δεσμών υδρογόνου και σχηματίζουν μια σειρά στη –σαν ανεμόσκαλα– δομή του DNA. Η ανάπτυξη δεσμών πραγματοποιείται μεταξύ των βάσεων αδενίνης θυμίνης και γουανίνης κυτοσίνης.… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
λιθόβιος — (Lithobius). Γένος χερσαίων, χειλοπόδων αρθροπόδων εντόμων, της οικογένειας των λιθοβιιδών. Τα ζώα αυτά έχουν επίμηκες σώμα και διακρίνονται από τον μεγάλο αριθμό των ποδιών τους. Πολλοί επιστήμονες τα κατατάσσουν στην ομοταξία των μυριαπόδων.… … Dictionary of Greek