εὐμενίδες

  • 71νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 72οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 73ορέστειος — α, ο (Α ὀρέστειος, α, ον) [Ορέστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστεια α) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθος β) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου,… …

    Dictionary of Greek

  • 74ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 75παραχορήγημα — τὸ, Α [παραχορηγώ] 1. ο ρόλος δευτερεύοντος χορού στο αρχαίο δράμα, ο οποίος αποχωρεί από τη σκηνή όταν η παρουσία του είναι πλέον περιττή, όπως π.χ. στην τραγωδία Ευμενίδες τού Αισχύλου, οι προπομποί ή τα τέκνα τού Τρυγαίου στην κωμωδία Ειρήνη… …

    Dictionary of Greek

  • 76πολύποτμος — ον, Α (για τις Ευμενίδες) αυτός που έχει πολλές τύχες, πολλές περιπέτειες τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό ποτμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 77πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… …

    Dictionary of Greek

  • 78Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …

    Dictionary of Greek

  • 79Άοινοι Θεαί — Ονομάζονταν έτσι στην αρχαιότητα οι Ευμενίδες, οι Μούσες και η Μνημοσύνη. Η ονομασία αυτή τους δόθηκε γιατί οι σπονδές προς τιμήν τους δεν περιείχαν ποτέ οίνο (κρασί). Συνήθως οι σπονδές είχαν νερό, μέλι και σιτάρι …

    Dictionary of Greek

  • 80Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …

    Dictionary of Greek