εὐμενίδες

  • 61Evmenides — EVMENĬDES, um, Gr. Ἐυμενίδες, ων, sind so viel, als die Furien, jedoch insonderheit in der Hölle, da sie Furien auf der Erde hießen. Serv. ad Virg. Georg. I. v. 278. Sie sollen den Namen, nach einigen, von ἐυμενὴς, wohlwollend haben, weil sie gar …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 62Las benévolas (novela) — Las benévolas (Les Bienveillantes) es una novela de ficción histórica escrita en francés por el estadounidense Jonathan Littell. Narra la vida de un exoficial de las SS alemanas que colaboró a llevar a cabo matanzas durante el Holocausto. El… …

    Wikipedia Español

  • 63Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …

    Dictionary of Greek

  • 64άπαις — ο, η (AM ἄπαις, αιδος) όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν) αρχ. 1. χωρίς παιδιά 2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.) β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.) γ) «ἄπ ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν»… …

    Dictionary of Greek

  • 65αιανός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Τυρρηνίας Ελύμου. Ο Α. ήταν προστάτης και ιδρυτής της μακεδονικής πόλης Αιανή ή Αίανα. * * * αἰανός (Α) (Στον Ησύχιο και στο λεξικό τής Σούδας) παρεφθαρμένος παθ. τύπος ή άλλη γραφή τού αἰανής (Σοφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι …

    Dictionary of Greek

  • 67γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …

    Dictionary of Greek

  • 68δασπλής — ( ῆτος), ο, η (Α) τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια] …

    Dictionary of Greek

  • 69ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… …

    Dictionary of Greek

  • 70ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… …

    Dictionary of Greek