εἴρυσα
1εἴρυσα — ἐρύω drag aor ind act 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag aor ind act 1st sg ἐρύω drag aor ind act 1st sg (epic ionic) …
2εἰρύσας — εἰρύσᾱς , ἐρύω drag aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
3εἰρύσασα — εἰρύσᾱσα , ἐρύω drag aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …