εἰ ἔχαιρον

  • 1ἔχαιρον — χαίρω rejoice imperf ind act 3rd pl χαίρω rejoice imperf ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2γαίω — (Α) καμαρώνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γaFiω < (ινδοευρ.) *gαu «χαίρομαι, καυχώμαι» (πρβλ. γάνυμαι, γηθέω). Στην Ιλιάδα μαρτυρείται μόνο η μετοχή γαίων μαρτυρείται επίσης ένας τ. γαίεσκον «έχαιρον» (Ησύχ.)] …

    Dictionary of Greek

  • 3κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 4μελοτομώ — μελοτομῶ, έω (M) κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω («οἱ ἅγιοι ἔχαιρον κοπτόμενοι, ἥδοντο μελοτομούμενοι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελοτόμος] …

    Dictionary of Greek