-
1 вы
вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας* * *(вас, вам, вами, о вас)вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
вы там бу́дете? — θα είστε εκεί
э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις
э́то вам? — είναι για σας
э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει
он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας
он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας
-
2 вы
(вас, вам, вас, вами, о вас) πλθ. της προσ. αντων. β’ προσώπου «ты» έσεις•это вы? εσείς είστε;•
вчера вас не было дома χτες δεν ήσαστε σπίτι•
благодарю вас σας ευχαριστώ•
что с вами? τι έχετε; τι πάθατε; τι σας συνέβη;•
какое вам дело τι σας ενδιαφέρει, τι σας νοιάζει, τι σας μέλει•
я вами недоволен δεν είμαι ικανοποιημένος από σας•
о вас много говорят γιά σας πολλά λένε•
быть с кем на вы δεν έχω πολλές σχέσεις (θάρρος, οικειότητα) με κάποιον.
-
3 а
а Iсоюз1. (при противопоставлении) καί:я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;2. (после отрицания) ἀλλα:я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;4. (при присоединении) καί:он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.а IIчастица разг ἔ, τί λές:пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.а IIIмежд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους! -
4 же
же Iсоюз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.же IIчастица1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·2. (означает тождество):тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη. -
5 относиться
относитьсянесов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:\относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·3. мат σχετίζομαι προς. -
6 только
только1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:\только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:\только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·4. союз:не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·5. союз:\только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·6. союз (едва) μόλις:\только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·7. нареч (едва, лишь только) μόλις:совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·8. частица усил.:каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε. -
7 вы
[βυ] αντ. εσείς -
8 вы
[βυ] αντ εσείς -
9 а
а 1είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•
кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.
а 2σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.1. (κατ’ αντιπαράθεση)•отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•
не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•
я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.
2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.
3. εξάλλου•а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....
4. και•ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.
5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•
а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•
а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.
εκφρ.а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.а 3μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;
(επιτακτικό)• ε•Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.
а 4επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•
а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•
а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.
-
10 бы
κ. б.1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.2. (μόριο δυνητικό) θα•он бы пришел ή пришел, если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).
(σημαίνει επιθυμία)• θα•я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.
(μόριο υποθετικό) θα•ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.
3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•спеть бы θέλω να τραγουδίσω•
не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.
|| (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.
-
11 ведь
1. (μόριο επιτακτ.) μά• μήπως, σάμπως• λοιπόν•ведь я не ребенок, чтобы не понимать этого μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω•
ведь это правда? μα αυτό είναι αλήθεια;
(μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα•ведь я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας το ‘λεγα ότι, θα έρθει;
2. (σύνοεσμος υποταχτικός)• αφού, μια και, ενώ•веди нас ведь ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο.
3. πραγματικά•ведь вы были правы πραγματικά εσείς είχατε δίκιο.
-
12 виноватый
επ., βρ: -ват, -а, -о1. φταίχτης• ένοχος•я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•
-того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•
в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•
кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•
без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•
-ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).
2. αίτιος, υπαίτιος•в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.
3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•
-ое молчание ένοχη σιωπή.
-
13 вольничать
ρ.δ. κάνω ό,τι θέλω, ό,τι μου αρέσει•я не дам вам вольничать δε θα κάνετε ό,τιθέλετε εσείς.
-
14 всё
επίρ.1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.
2. μέχρι τώρα, και τώρα•он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.
3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.
4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•
всё более и более όλο και πιο πολύ.
5. όμως, εν τούτοις, αλλά•как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).
εκφρ.всё ж – κ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως. -
15 допускать
ρ.δ.μ.1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•
это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.
|| επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.
|| επιτρέπω να πάρει μέρος•допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.
2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.
3. δέχομαι, παραδέχομαι•-аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.
|| κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.
επιτρέπομαι•дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•
не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.
|| έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω). -
16 доставать
-стаю, -сташь, προστκ. -ставай, επίρ. μτχ. -ставаяβλ. достать παραδείγματα με το αρνητικό μόριο не: у него не -т терпения αυτός δεν έχει υπομονή•нам не -ло вас сегодня μόνο εσείς λείπατε σήμερα•
итого только не -ло αυτό ακόμα δεν έφτανε.
βλ. достаться. -
17 дремать
дремлю, дремлешь, ρ.δ. νυστάζω. || οκνηρεύω, οκνώ, τεμπελιάζω.εκφρ.не дремать – επαγρυπνώ.νυστάζω•вам дремлется εσείς νυστάζετε.
-
18 же
же 1κ. ж σύνδ. αντιθ.1. όμως, αλλά, μα, μα και•врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•
если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•
что же я сделал μα τι έκανα;
2. δα•почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.
же 2ж μόριο1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•
говорите же μιλάτε λοιπόν•
когда -? πότε λοιπόν;•
я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.
2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•
эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•
здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•
сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•
в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•
есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•
такой же πανομοιότα-τος.
-
19 забыть
-буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -оρ.σ,1. λησμονώ, ξεχνώ•забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•
-дем прошлое λήθη στο παρελθόν•
вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.
2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.εκφρ.забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•что я -был? (там – κ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.4. λησμονώ, ξεχνώ. -
20 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐσεῖς — εἰσ εἰμί sum pres ind act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ούσεις — ἕσεις , ἕννυμι ves fut ind act 2nd sg ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/voc pl (attic epic) ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/acc pl (attic) ἕσεις , ἕζομαι seat oneself aor subj act 2nd sg (epic) ἔσεις , εἴσειμι enter pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
T–V distinction — In sociolinguistics, a T–V distinction is a contrast, within one language, between second person pronouns that are specialized for varying levels of politeness, social distance, courtesy, familiarity, or insult toward the addressee. Contents 1… … Wikipedia
Liste Des Pronoms De Vouvoiement — Voici une liste de pronoms de vouvoiement (2e personne polie) utilisés dans différentes langues. 2e personne singulier neutre 2e personne singulier polie 2e personne pluriel neutre 2e personne polie français tu/toi vous vous vous … Wikipédia en Français
Liste des pronoms de vouvoiement — Voici une liste de pronoms de vouvoiement (2e personne polie) utilisés dans différentes langues. Pronoms 2e personne singulier neutre 2e personne singulier polie 2e personne pluriel neutre 2e personne pluriel polie français tu/toi vous vous vous… … Wikipédia en Français
Fórmulas de tratamiento — Como fórmulas de tratamiento se conocen los usos de la segunda persona gramatical, para referirse a otra persona en forma de respeto o confianza, el idioma español presenta tres formas de empleo de segundas personas que pueden tener que ver con… … Wikipedia Español
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
υμείς — ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α (ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. β πρόσ. συ) εσείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τού πληθυντικού τού β προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. *(y)us (s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και… … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
Constantinos Christoforou — Christoforou representing Cyprus at the Eurovision Song Contest 2005 Background information Birth name Κωνσταντίν … Wikipedia