επιτέλους
81εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82εξοπλίζω — εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ. 1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω. 2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω. 3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84ξεκουμπίζω — ξεκούμπισα, ξεκουμπίστηκα, ξεκουμπισμένος 1. διώχνω, αποπέμπω. 2. το μέσ. (συνηθέστ.), ξεκουμπίζομαι απομακρύνομαι, παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου: Ξεκουμπίστηκαν επιτέλους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85ουφ — επιφών. που εκφράζει στενοχώρια, αηδία, ανακούφιση: Ουφ, έσκασα. – Ουφ, έφυγε επιτέλους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86παλιοπάπουτσο — το 1. το παλιό, το πολύ φθαρμένο, το άχρηστο σχεδόν παπούτσι: Επιτέλους δε θα τ αλλάξεις αυτά τα παλιοπάπουτσα που λιώσανε στα πόδια σου; 2. αταίριαστο στο πόδι: Τα παλιοπάπουτσα μου σακάτεψαν τα πόδια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87παλουκώνω — παλούκωσα, παλουκώθηκα, παλουκωμένος 1. περνώ στο σώμα κάποιου παλούκι, σουβλίζω, ανασκολοπίζω: Τον Αθανάσιο Διάκο τον παλούκωσαν. 2. παθ., παλουκώνομαι μτφ., κάθομαι ακίνητος: Παλουκωθείτε επιτέλους, δηλ. καθίστε και μην κινείστε. Ουσ. παλούκωμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88πραγματικότητα — η η ιδιότητα του πραγματικού, η αντικειμενική ύπαρξη: Έμαθε επιτέλους να βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)