επιτέλους

  • 41τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …

    Dictionary of Greek

  • 42τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 43τηλύγετος — και τηλυγέτης, έτη, ον, Α 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ. β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ. γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 44τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …

    Dictionary of Greek

  • 45φινάλε — το, Ν άκλ. 1. το τελευταίο μέρος θεατρικού ή μουσικού έργου, λόγου, γιορτής ή, γενικά, μιας εκδήλωσης 2. (γενικά) τέλος, κατακλείδα 3. αποτέλεσμα («και το φινάλε είναι ότι αποτύχαμε») 4. φρ. «στο φινάλε» i) στο τέλος, τελικά ii) επιτέλους.… …

    Dictionary of Greek

  • 46φωτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που φωτίζεται καλά, πολύ φωτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτερό φεγγίτης 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωτερά ειρων. τα μάτια («άνοιξε τα φωτερά σου επιτέλους!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, σκι ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 47ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… …

    Dictionary of Greek

  • 48Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …

    Dictionary of Greek

  • 49Άμπελ, Νιλς Χένρικ — (Niels Henrik Abel, Φινόν 1802 – Φρόλαντ 1829). Νορβηγός μαθηματικός. Θεωρείται από τους κορυφαίους της μαθηματικής επιστήμης. Γιος πάστορα, σπούδασε στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο) και σε ηλικία μόλις 19 ετών απέδειξε ότι οι αλγεβρικές εξισώσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 50Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek