-
1 усугубить
επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιτείνω-ся επιδεινώνομαι, χειροτερεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усугубить
-
2 обостриться
обострить||ся1. (о чертах лица) γίνομαι σουβλερός·2. перен ὁξύνομαι, ἐπιδεινώνομαι, χειροτερεύω, ἐντείνομαι. -
3 нахмурить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахмуренный, βρ: -рен, -а, -оσκυθρωπάζω, κατσουφιάζω.1. συνοφρυώνομαι, ρυτιδώνομαι.2. γίνομαι• κατηφής, σκυθρωπός, σκουντουφλιάζω, κατσουφλιάζω.3. (για καιρό, ουρανό κ.τ.τ.) σκοτεινιάζω, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι. -
4 обострить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -реюρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•зрение οξύνω την όραση.
|| επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•
обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•
обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.
1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.
|| επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•
болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•
отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.
-
5 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
-
6 ухудшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухудшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.χειροτερεύω• επιδεινώνω•сырая погода -ла состояние больного ο υγρός καιρός επιδείνωσε την κατάσταση του ασθενή•
ухудшить качество продукции χειροτερεύω την ποιότητα των προίόντων.
επιδεινώνομαι• χειροτερεύω.
См. также в других словарях:
επιδεινώνομαι — επιδεινώνομαι, επιδεινώθηκα, επιδεινωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
εμπικραίνομαι — ἐμπικραίνομαι (AM) (απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι αρχ. 1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου 2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek
σκουραίνω — Ν [σκούρος] 1. κάνω κάτι σκούρο, τού δίνω σκούρο χρώμα 2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει») 3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι… … Dictionary of Greek
σφοδρούμαι — όομαι, Α [σφοδρός] (για άνεμο και για ασθένεια) γίνομαι σφοδρός, επιδεινώνομαι … Dictionary of Greek
σφοδρύνω — ΜΑ [σφοδρός] 1. καθιστώ κάτι σφοδρό, έντονο, ορμητικό 2. μέσ. σφοδρύνομαι (κυρίως για νόσο) επιδεινώνομαι αρχ. 1. (αμτβ.) (κυρίως για άνεμο) γίνομαι σφοδρός, ισχυρός 2. μέσ. γίνομαι θρασύς, αποκτώ έπαρση … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek