-
1 замедлять
επιβραδύνω, καθυστερώ' - движение - την κίνησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замедлять
-
2 замедлить
замедлить, замедлять αργοπορώ, επιβραδύνω \замедлить шаги επιβραδύνω (или κόβω) το βήμα* * *= замедлятьαργοπορώ, επιβραδύνωзаме́длить шаги́ — επιβραδύνω ( или κόβω) το βήμα
-
3 умедлить
-лю, -лишь ρ.σ.μ.επιβραδύνω•умедлить шаги επιβραδύνω το βάδισμα•
умедлить ход часов επιβραδύνω τη λειτουργία (κίνηση) του ωρολογίου.
επιβραδύνομαι. -
4 затормаживать
1. (с помощью тормоза) βάζω την πέδη, φρενάρω 2. (замедлять движение) επιβραδύνω 3. (замедлять реакцию) επιβραδύνω (την αντίδραση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затормаживать
-
5 тормозить
тормозить 1) φρενάρω, τροχοπεδώ; σταματώ (остановить ) 2) перен. εμποδίζω, επιβραδύνω* * *1) φρενάρω, τροχοπεδώ; σταματώ ( остановить)2) перен. εμποδίζω, επιβραδύνω -
6 графитизация
η γραφιτοποίησηрегулировать - ю ρυθμίζω/ελέγχω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графитизация
-
7 задерживать
1. (замедлять) επιβραδύνω 2. (останавливать) σταματώ 3. (по времени) (καθ)υστερώ 4. (фильтровать) φιλτράρω 5. (улавливать) συλλέγω, παγιδεύω 6. (сдер-живать) αναστέλλω, συγκρατώ 7. (арестовы-вать) συλλαμβάνω, φυλακίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задерживать
-
8 нейтрон
физ. το ουδετερόνιοτο νετρόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нейтрон
-
9 шаг
шагм в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής. -
10 замедлить
ρ.σ.1. μ. επιβραδύνω την κίνηση• ελαττώνω, κόβω την ταχύτητα•замедлить шаг κοντεύω το βήμα•
замедлить движение поезда ελαττώνω την ταχύτητα του τραίνου.
2. αμ. χρονοτριβώ• καθυστερώ, αργώ.επιβραδύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 застопорить
ρ.σ.μ.(για μηχανή) σταματώ. || μτφ. επιβραδύνω, συγκρατώ, φρενάρω.σταματώ. || μτφ. στέκομαι, δεν προωθούμαι, ακινητώ•дело -лось η υπόθεση σταμάτησε,σκόνταψε.
-
12 тормозить
-можу, -мозишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торможенный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.δ.μ.1. (τροχο)πεδώ, εποχλεύω, φρενάρω.2. επιβραδύνω την κίνηση. || μτφ. (παρ) εμποδίζω, (παρα)κωλύω.επιβραδύνομαι, καθυστερούμαι, φρενάρο.μαι. || παρακωλύομαι, εμποδίζομαι.(φυσιολ.) προκαλώ αναστολή. -
13 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.
См. также в других словарях:
επιβραδύνω — επιβραδύνω, επιβράδυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιβραδύνω — (AM ἐπιβραδύνω) καθιστώ κάτι βραδύτερο, ελαττώνω την ταχύτητα στην κίνηση ή στον ρυθμό αρχ. χρονοτριβώ, αργοπορώ … Dictionary of Greek
επιβραδύνω — επιβράδυνα, επιβραδύνθηκα, μτβ. 1. κάνω κάτι να κινείται με βραδύτερο ρυθμό, ελαττώνω την ταχύτητα. 2. κάνω κάτι να αναβληθεί για λίγο, να αργοπορήσει, το αργοπορώ: Το ατύχημα επιβράδυνε την αναχώρησή του. 3. αμτβ., κινούμαι αργά, βραδυπορώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβραδύνωμεν — ἐπιβραδύ̱νωμεν , ἐπιβραδύνω tarry aor subj act 1st pl ἐπιβραδύ̱νωμεν , ἐπιβραδύνω tarry pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβραδύνῃς — ἐπιβραδύ̱νῃς , ἐπιβραδύνω tarry aor subj act 2nd sg ἐπιβραδύ̱νῃς , ἐπιβραδύνω tarry pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβράδυνση — η 1. ελάττωση τής ταχύτητας, τού ρυθμού 2. (για χρόνο) χρονική καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβράδυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek
επιβραδυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί επιβράδυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… … Dictionary of Greek
παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek