Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιβραδύνω

См. также в других словарях:

  • επιβραδύνω — επιβραδύνω, επιβράδυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιβραδύνω — (AM ἐπιβραδύνω) καθιστώ κάτι βραδύτερο, ελαττώνω την ταχύτητα στην κίνηση ή στον ρυθμό αρχ. χρονοτριβώ, αργοπορώ …   Dictionary of Greek

  • επιβραδύνω — επιβράδυνα, επιβραδύνθηκα, μτβ. 1. κάνω κάτι να κινείται με βραδύτερο ρυθμό, ελαττώνω την ταχύτητα. 2. κάνω κάτι να αναβληθεί για λίγο, να αργοπορήσει, το αργοπορώ: Το ατύχημα επιβράδυνε την αναχώρησή του. 3. αμτβ., κινούμαι αργά, βραδυπορώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβραδύνωμεν — ἐπιβραδύ̱νωμεν , ἐπιβραδύνω tarry aor subj act 1st pl ἐπιβραδύ̱νωμεν , ἐπιβραδύνω tarry pres subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβραδύνῃς — ἐπιβραδύ̱νῃς , ἐπιβραδύνω tarry aor subj act 2nd sg ἐπιβραδύ̱νῃς , ἐπιβραδύνω tarry pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβράδυνση — η 1. ελάττωση τής ταχύτητας, τού ρυθμού 2. (για χρόνο) χρονική καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβράδυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • επιβραδυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί επιβράδυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»