εξαλείφω
1ἐξαλείφω — plaster pres subj act 1st sg ἐξαλείφω plaster pres ind act 1st sg …
2εξαλείφω — εξαλείφω, εξάλειψα βλ. πίν. 13 …
3εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …
4εξαλείφω — εξάλειψα, εξαλείφτηκα, εξαλειμμένος, μτβ. 1. αφαιρώ ό,τι αλείφτηκε σε κάποια επιφάνεια, απαλείφω, σβήνω: Εξαλείφτηκαν με τους αιώνες τα χρώματα του Παρθενώνα. 2. κάνω να λείψει κάτι, το εξαφανίζω: Ο εγκληματίας εξάλειψε τα ίχνη του εγκλήματος. 3 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐξαλείφῃ — ἐξαλείφω plaster pres subj mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres ind mp 2nd sg ἐξαλείφω plaster pres subj act 3rd sg …
6ἐξαλείψατε — ἐξαλείφω plaster aor imperat act 2nd pl ἐξᾱλείψατε , ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἐξαλείφω plaster aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7ἐξαλείψουσι — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
8ἐξαλείψουσιν — ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd pl (epic) ἐξαλείφω plaster fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαλείφω plaster fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
9ἐξαλειφομένων — ἐξαλείφω plaster pres part mp fem gen pl ἐξαλείφω plaster pres part mp masc/neut gen pl …
10ἐξαλειφόμενον — ἐξαλείφω plaster pres part mp masc acc sg ἐξαλείφω plaster pres part mp neut nom/voc/acc sg …