Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκφράζομαι

  • 1 высказаться

    εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου

    вы́сказатьсяся за что-л. (про́тив чего́-л.) — εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)

    Русско-греческий словарь > высказаться

  • 2 высказать

    высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
    * * *
    λέγω, εκφράζω, διατυπώνω

    вы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου

    вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω

    Русско-греческий словарь > высказать

  • 3 выражаться

    выража||ться
    1. (высказываться) ἐκφράζομαι, διατυπώνομαι:
    \выражатьсяться точно и кратко ἐκφράζομαι μέ ἀκρίβεια καί συντομία·
    2. (проявляться) παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι·
    3. (находить свое выражение в цифрах, сумме и т. п.) ἀνέρχομαι, φτάνω:
    расходы \выражатьсяются в сумме... τά ἐξοδα φτάνουν (или ἀνέρχονται) σέ...· мягко выражаясь γιά νά μή πῶ τίποτε περισσότερο.

    Русско-новогреческий словарь > выражаться

  • 4 выразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выраженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκφράζω• εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω, δείχνω•

    выразить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    -желание εκφράζω την επιθυμία•

    лицо -ло досаду έδειχνε πως ήταν βαριόθυμος.

    2. διατυπώνω, παρασταίνω (σε μονάδες, φόρμουλες κλπ.).
    1. εκφράζομαι• εκδηλώνομαι, φαίνομαι, δείχνω.
    2. διατυπώνομαι, παρασταίνομαι. || (οσίλ.) εκφράζομαι άσχημα.

    Большой русско-греческий словарь > выразить

  • 5 высказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    εκφράζω, εκφέρω, λέγω•

    высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•

    высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•

    предположение εκφράζω εικασία•

    высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.

    || αποκαλύπτω• φανερώνω•

    он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.

    εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    αποφαίνομαι, εκφράζομαι•

    высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•

    высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > высказать

  • 6 высказываться

    высказывать||ся
    ἀποφαίνομαι:
    \высказыватьсяся ὁ ком-л. ἐκφράζω γνώμη γιά κάποιον \высказыватьсяся за кого-л., за что-л. ἀποφαίνομαι ὑπέρ τίνος· \высказыватьсяся против ἐκφράζομαι κατά τινος.

    Русско-новогреческий словарь > высказываться

  • 7 изъясниться

    изъясниться
    сов, изъясняться несов ἐκφράζομαι, ἐξηγοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > изъясниться

  • 8 облекаться

    облекать||ся
    1. (одеваться во что-л.) ντύνομαι, ἐνδύομαι, τυλίγομαι:
    \облекатьсяся в траур φορώ πένθος, πενθώ, μαυροφορώ·
    2. перен (выражаться, воплощаться в какой-л. форме) ἐκφράζομαι, ἐνσαρκώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > облекаться

  • 9 изъясниться

    [ιζγιασνίτσα] ρ. εκφράζομαι

    Русско-греческий новый словарь > изъясниться

  • 10 изъясниться

    [ιζγιασνίτσα] ρ εκφράζομαι

    Русско-эллинский словарь > изъясниться

  • 11 вылить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•

    вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.

    2. χύνω μέταλλο•

    вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.

    || μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).
    3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.
    1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•

    вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•

    твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.

    2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•

    несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вылить

  • 12 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

  • 13 излить

    изолью, изольшь, παρλθ.. χρ. излил
    -ла, -ло, προστκ. излей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω•

    излить потоки слз χύνω ποτάμια δάκρυα.

    2. ξεσπώ, εκδηλώνομαι βίαια. || εκφράζω. || διαχέω, διασκορπίζω, αναδίδω, εκπέμπω.
    (εκ)χύνομαι, ξεχύνομαι εκρέω•

    -лись потоки слз χύθηκαν ποτάμια δάκρυα.

    || μτφ. ξεθυμαίνω. || εμφανίζομαι, εκφράζομαι, διαχέομαι. || μτφ. ξεσπαθώνω, ξεσπώ, ξαλαφρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > излить

  • 14 изображать

    ρ.δ.
    1. βλ. изобразить.
    2. (απ)εικονίζω, παρασταίνω, φανερώνω, δείχνω•

    йта картина изображает закат солнца αυτή η εικόνα παρασταίνει το ηλιοβασίλεμα.

    3. (συνήθως με τις λέξεις «из себя») παρουσιάζομαι σαν, δείχνομαι σαν, προσποιούμαι (κάνω) τον.
    1. (απ)εικονίζομαι, παρασταίνομαι.
    2. (για αισθήματα) εκφράζομαι, εκδηλώνομαι, φανερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изображать

  • 15 изобразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображенный, βρ: жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. απεικονίζω, φανερώνω,, παρασταίνω, δείχνω•

    картина -ла закат солнца ο πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα.

    2. υποδύομαι•

    артист -ил хорошо тартюфа ο ηθοποιός παράστησε καλά τον Ταρτούφο.

    (για αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι εκφράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобразить

  • 16 нецензурно

    επίρ.
    άσεμνα, άπρεπα, αισχρά•

    нецензурно выражаться εκφράζομαι άσεμνα.

    Большой русско-греческий словарь > нецензурно

  • 17 облечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.
    2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•

    -властью περιβάλλω με εξουσία•

    облечь сливой περιβάλλω με δόξα.

    || εκφράζω, ενσαρκώνω.
    εκφρ.
    облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
    облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.
    1. ντύνομαι.
    2. μτφ. περιβάλλομαι•

    ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.

    || εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.
    -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.

    2. παλ. πολιορκώ.

    Большой русско-греческий словарь > облечь

  • 18 отколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•

    отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•

    отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•

    отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.

    || μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•

    отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.

    || μτφ. αποσπώ• αποστερώ.
    2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•

    отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•

    отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.

    || χορεύω επιδέξια.
    αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•

    -от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.

    -олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεκαρφιτσώνω•

    отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•

    отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).

    ξεκαρφιτσώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отколоть

  • 19 отрекомендовать

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрекомендованный, βρ: -ван, -а,
    о ρ.σ.μ. παλ.
    1. συσταϊνω, συστήνω, γνωρίζω• παρουσιάζω.
    2. χαρακτηρίζω, αποφαίνομαι, εκφράζομαι.
    3. συμβουλεύω, ορμηνεύω, συνιστώ.
    συστήνομαι, γνωρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отрекомендовать

  • 20 презрение

    ουδ.
    1. περιφρόνηση•

    отзываться с -ем εκφράζομαι με περιφρόνηση (περιφρονητικά).

    2. υποτίμηση, απαξίωση, αδιαφορία•

    презрение к смерти περιφρόνηση προς το θάνατο.

    Большой русско-греческий словарь > презрение

См. также в других словарях:

  • εκφράζομαι — εκφράζομαι, εκφράστηκα, εκφρασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χυδαιολογώ — εκφράζομαι κατά τρόπο χυδαίο, λέω χυδαιολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • ακριβολογώ — ( έω) (AM ἀκριβολογοῡμαι) 1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ 2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια αρχ. σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβολόγος. ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις νεοελλ. ακριβολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • αναστενάζω — (AM ἀναστενάζω) στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω αρχ. 1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον 2. θρηνώ για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αοριστολογώ — ( έω) εκφράζομαι με αοριστολογίες, χωρίς σαφήνεια και ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • αρτιστομώ — ἀρτιστομῶ ( έω) (Α) [αρτίστομος] εκφράζομαι ή μιλώ ορθά, με σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • βραχυλογώ — (Α βραχυλογῶ, έω) [βραχύλογος, βραχυλόγος] εκφράζομαι με συντομία …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκομπιάζω — 1. δυσκολεύομαι στην ομιλία 2. εκφράζομαι αόριστα για ένα θέμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»